Πρώτο επεισόδιο
Σκηνή 1η
Η ώρα είναι γύρω στις 8 το βράδυ. Ο Πλάτωνας κάθεται στο γραφείο του και γράφει μανιωδώς. Η Μαρίτσα τον κοιτάζει από την ανοιχτή πόρτα αλλά εκείνος είναι στον κόσμο του. Συνεχίζει την προσπάθεια να την προσέξει κάνοντας διάφορους θορύβους στην κουζίνα και όταν αποτυγχάνει ξανά βάζει στη διαπασών το ραδιόφωνο με δημοτικά τραγούδια.

Ο Πλάτωνας σηκώνεται νευριασμένος. Τα ανακατεμένα άσπρα μαλλιά του ανεμίζουν καθώς τρέχει προς την κουζίνα. Το στενό τζιν παντελόνι του και το ξεχειλωμένο πουλόβερ του τον κάνουν να μοιάζει αστείος. Κλωτσάει την πόρτα της κουζίνας με την ξεχαρβαλωμένη ελβιέλα που φοράει στο δεξί πόδι και ουρλιάζει:
Πλάτωνας: Κάνε ησυχία μωρή γαϊδούρα, θα μας ακούσουν οι εχθροί. Τώρα στρατοπεδεύσαμε με τον Θοδωρή στον Άγιο Βλάση και περιμένουμε τον Υψηλάντη για να πάρουμε την Τριπολιτσά. Οι τουρκαλάδες σε βάλανε να μας καρφώσεις;
Μαρίτσα <απαθής> Τώρα που είπες για τουρκαλάδες το θυμήθηκα. Εχθές γνώρισα μια τουρκάλα μούρλια.
Πλάτωνας: Αν έρθει εδώ θα την κρεμάσω από τον πολυέλαιο <δείχνει ένα φωτιστικό σε σχήμα γιαταγανιού που κρέμεται βαριεστημένο από το ταβάνι>
Μαρίτσα: Έχει η άτιμη ένα σώμα σκέτο χέλι. Κάτι μπαλκόνια, να ανέβεις επάνω και να αγναντεύεις όλο το Αιγαίο.
Πλάτωνας: Μπα, βλέπεις και τα Ίμια από εκεί:
Μαρίτσα: Τον παράδεισο βλέπεις, όχι την κόλαση.
Πλάτωνας: Και που είναι τώρα αυτή η φοράδα η φίλη σου;
Μαρίτσα: Όπου να΄ ναι θα έρθει για καφέ. Δεν πας να φρεσκαριστείς λίγο, πώς θα σε δει η κοπέλα σε αυτό το χάλι;
Ο Πλάτωνας κατευθύνεται προς τις σημειώσεις του και λέει με στόμφο κοιτώντας προς τον πίνακα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πάνω από το γραφείο:
Πλάτωνας: Θεόδωρε θα πάρουμε αύριο την Τριπολιτσά Σήμερα πρέπει να κάνω μια… χαρτογράφηση του εχθρού.
Την ίδια στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Ο Πλάτωνας φεύγει και κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιό του. Η Μαρίτσα τρέχει και ανοίγει την πόρτα.
Εμφανίζεται μια παχουλή κοπέλα αναγεννησιακού τύπου με πλούσια όλα τα ελέη. Φοράει στενή μίνι φούστα, τα μπούτια της ξεχειλίζουν, ενώ το στήθος της ετοιμάζεται να σπάσει τα κουμπιά από το πουκάμισο που το κρατούν με κόπο στη θέση του. Κοιτάζει πρώτα φοβισμένα το δωμάτιο και στη συνέχεια γυρίζει να φύγει.
Μαρίτσα: Έλα εδώ κυρά μου, τώρα βρήκες να κολλήσεις; Θα μου χαλάσεις τη δουλειά.
Τουρκάλα: Ο θείος σου θα χαλάσει εμένα. Τι σπαθιά είναι αυτά στο ταβάνι;
Μαρίτσα: Μη φοβάσαι μωρέ, ένας τρελόγερος είναι
Τουρκάλα: Θέλω 300 ευρώ, η δουλειά είναι δύσκολη
Μαρίτσα: Δεν θέλω τέτοια, 100 συμφωνήσαμε.
Τουρκάλα: Τότε να του κάτσεις εσύ.
Μαρίτσα: Εκβιάστρια, ας μην ήτανε το σπίτι και ο Κυριάκος και θα σε πετούσα έξω με τις κλωτσιές
Τουρκάλα: Τελευταία προσφορά 200, διαφορετικά φεύγω
Μαρίτσα: Τέλος πάντων, κοίτα να κάνεις τη δουλειά. Πάρε το συμβόλαιο και όταν τον φέρεις εκεί που πρέπει βάλε το θείο μου να υπογράψει.
Τουρκάλα: Φέρτο εδώ, ξέρω εγώ πως γίνονται αυτά τα πράγματα. Φύγε τώρα γιατί έρχεται.
Σκηνή 2η
Η Μαρίτσα στο διπλανό δωμάτιο έχει ανάψει ένα θυμιατό, προσεύχεται στην εικόνα του Χριστού και τον παρακαλάει να την συγχωρέσει για ότι κάνει.
Μαρίτσα: Συγχώρα με Χριστούλη μου, μόνο εσύ ξέρεις τι τραβάω. Μπορεί να αμαρτάνω αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Σου υπόσχομαι ότι μόλις πάρω το σπίτι θα φτιάξω μια εκκλησία στην αυλή και θα κάνω ολονυχτίες δύο φορές το μήνα.
Σκηνή 3η
Ακούγεται ένα απαλό γαλλικό τραγούδι. Η τουρκάλα κοιτάζει με απλανές βλέμμα προς την πόρτα από την οποία θα εμφανιστεί ο «πορνόγερος».
Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι κρατάει ακόμη το συμβόλαιο στο χέρι.
Με μια γρήγορη κίνηση το κρύβει κάτω από ένα μαξιλάρι και στέκεται ακίνητη στο κέντρο του δωματίου.
Την ίδια στιγμή ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ένας κύριος κομψός και καλοχτενισμένος. Φοράει ένα καλοσιδερωμένο μπλε κοστούμι, μια μαύρη γραβάτα, γυαλισμένα μαύρα παπούτσια και άσπρο πουκάμισο.
Πλάτωνας: Χαίρεται, τι θα θέλατε παρακαλώ;
Τουρκάλα: Εσείς ποιος είστε;
Πλάτωνας: Ο άνθρωπος που θέλει να σας βοηθήσει
Τουρκάλα: Ξέρετε, περιμένω έναν παππού.
Πλάτωνας: Κατάλαβα, περιμένετε τον …τρελοπλάτωνα.
Τουρκάλα: Είναι τρελός;
Πλάτωνας: Τι τον θέλετε;
Τουρκάλα: Κάτι να τον ρωτήσω
Πλάτωνας: Τον πήγαμε μόλις για ηλεκτροσόκ, ξέρετε…
Τουρκάλα <φοβισμένη> Όχι δεν ξέρω, για πείτε μου
Πλάτωνας: Τι να σας λέω τώρα, εγώ είμαι οικογενειακός φίλος και δεν πρέπει να κουτσομπολεύω.
Τουρκάλα: Σας παρακαλώ εξηγήστε μου
Πλάτωνας: Ορκίζεστε να μην πείτε τίποτα σε κανέναν
Τουρκάλα: Μα τον Αλάχ
Σκηνή 4η
Η Μαρίτσα στο διπλανό δωμάτιο έχει κολλήσει το αυτί της στην πόρτα και προσπαθεί μάταια να ακούσει όσα λέγονται. Σε κάποια στιγμή το θυμιατό παίρνει φωτιά και η φλόγα μεταδίδεται σε ένα παλτό που κρέμεται στον τοίχο. Η Μαρίτσα τρέχει να το σβήσει και αμέσως μετά βάζει τα κλάματα.
Μαρίτσα: Γιατί Θεούλη μου δεν βλέπεις τι τραβάω και εγώ. Αν δεν πάρω το σπίτι θα του το φάει καμιά από τις πόρνες που κάνει παρέα… και τότε θα μείνω στους πέντε δρόμους, θα μου φύγει και ο Κυριάκος.
Σκηνή 5η
Επανερχόμαστε στο δωμάτιο του σπιτιού όπου συνεχίζεται η κουβέντα του Πλάτωνα με την, χαμηλής νοημοσύνης, τουρκάλα πόρνη.
Πλάτωνας: Ο γέρος είναι επικίνδυνος, το ίδιο και η ανεψιά του
Τουρκάλα: Δηλαδή;
Πλάτωνας: Εκείνη φέρνει πόρνες στο σπίτι με το πρόσχημα ότι θα τις πληρώσει εάν τον καταφέρουν να υπογράψει ένα συμβόλαιο για δήθεν παραχώρηση του σπιτιού και εκείνος τις σκοτώνει, τις μαγειρεύει και τις τρώει
Τουρκάλα: < έντρομη> Βοήθεια
Πλάτωνας: Μη φωνάζετε, θα μας ακούσει η ανεψιά, σίγουρα παρακολουθεί από το διπλανό δωμάτιο
Τουρκάλα: Θα μας φάει;
Πλάτωνας: Όχι αυτή είναι ακίνδυνη, το μόνο που κάνει είναι να μαζεύει τα ρούχα από τα θύματα. Τα φοράει και αυτό είναι όλο. Τρεις ντουλάπες έχει γεμίσει μέχρι τώρα.
Τουρκάλα: Να ειδοποιήσουμε την αστυνομία. <τρέχει προς το τηλέφωνο>
Πλάτωνας: Είσαι νόμιμη στην Ελλάδα;
Τουρκάλα: Όχι αλλά τι σημασία έχει αυτό;
Πλάτωνας: Θα σε απελάσουν
Τουρκάλα: Καλύτερα, το προτιμώ από το να γίνω στιφάδο
Πλάτωνας: Έχε μου εμπιστοσύνη. Εγώ θα σε σώσω.
Τουρκάλα: Τι να κάνω;
Πλάτωνας: Πόσα σου υποσχέθηκε αυτή για να πείσεις το γέρο να υπογράψει το συμβόλαιο;
Τουρκάλα: 200 ευρώ
Πλάτωνας: Δώστα μου
Τουρκάλα: Μα δεν μου τα έχει δώσει ακόμη
Πλάτωνας: Εδώ σχεδιάζει να σε σκοτώσει, πιστεύεις ότι θα σου έδινε και λεφτά. Δώσε μου τώρα 200 ευρώ, γιατί θα την φωνάξω
Τουρκάλα: Δεν γίνεται 150; Τόση είναι η είσπραξη σήμερα. Άλλα δεν έχω.
Πλάτωνας: Καλά είναι φέρτα
Η τουρκάλα βγάζει κάποια χαρτονομίσματα από το μπούστο της και τα δίνει στον Πλάτωνα. Εκείνος τα μετράει ατάραχος και της λέει:
Πλάτωνας: Είναι 165, πάρε τα 15 για να φύγεις με ταξί
Τουρκάλα: Μωρέ να φύγω και ας είναι με αερόπλανο.
Πλάτωνας: Βγάλε το πουκάμισό σου
Τουρκάλα: Γιατί;
Πλάτωνας: Η περιέργεια σκοτώνει
Τουρκάλα: Καλά, καλά
Η γυναίκα βγάζει το πουκάμισό της και μένει με το σουτιέν. Ένα πλαδαρό μπούστο κάνει την εμφάνισή του
Σκηνή 6η
Στη θέα του γυμνού κορμιού, η Μαρίτσα που παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα, μονολογεί.
Μαρίτσα: Χάλια είναι η άτιμη. Τι το ήθελα εγώ το σχέδιο; Πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Σκηνή 7η
Στο μεταξύ ο Πλάτωνας έχει περιεργαστεί ήδη την τουρκάλα και έχει μια αίσθηση απογοήτευσης στο πρόσωπο.
Πλάτωνας: Φόρεσέ το ξανά
Τουρκάλα: Μάλιστα
Πλάτωνας: Λοιπόν, χρειάζεσαι ανόρθωση στήθους, λιποαναρρόφηση, και σίγουρα μια θεραπεία κυτταρίτιδας. Τη φούστα μην την βγάλεις γιατί θα ξεράσω. Καλά υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν για να πλαγιάσουν μαζί σου;
Τουρκάλα: Τι σημασία έχει;
Πλάτωνας: Έχει και παραέχει. Πίστευες μωρή βλαμμένη ότι θα κατάφερνες να με πείσεις να υπογράψω το συμβόλαιο; Δεν είδες τα χάλια σου;
Τουρκάλα<έχει μείνει άναυδη> Εσύ είσαι ο Πλάτωνας;
Πλάτωνας:<έχει πάρει ήδη στο χέρι του ένα γιαταγάνι από το γραφείο> Ναι και αποφάσισα σήμερα να φάω πατσά, κοιλίτσες κοκκινιστές
Ο Πλάτωνας κινείται δήθεν απειλητικά εναντίον της τουρκάλας, εκείνη φωνάζει βοήθεια, πέφτει επάνω σε τραπεζάκια, σπάζει βάζα και τελικά καταφέρνει να βρει την πόρτα και φεύγει.
Την ίδια στιγμή εμφανίζεται και η Μαρίτσα από το διπλανό δωμάτιο
Μαρίτσα: Τι έγινε μωρέ, τι της έκανες της κοπέλας;
Πλάτωνας: Άλλη φορά να μου φέρνεις καμιά πουτάνα της προκοπής. Έτσι πιστεύεις ότι θα με ρίξεις; Καλά σε ποιόν έμοιασες;
Μαρίτσα: Άντε να χαθείς βρωμόγερε, εγώ φταίω που σε προσέχω
Πλάτωνας: Τι με πέρασες αμερικανάκι; Έτσι νομίζεις ότι ελευθερώσαμε την Ελλάδα από τους Τούρκους;
Μαρίτσα: Βρε άντε στο ψυχιατρείο
Πλάτωνας: Πολύ θα το ήθελες αλλά προς το παρόν έχω άλλα σχέδια. Απόψε θα βγω σε μπαρ για να κυνηγήσω πιπίνια. Μη ζηλεύεις, θα πιω και ένα πότό στην υγεία της φίλης σου. Άλλωστε εκείνη κερνάει
Η Μαρίτσα φεύγει για το δωμάτιό της χτυπώντας πίσω της την πόρτα.
Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο Κυριάκος
Κυριάκος: Γεια σου θείε, πότε θα πάμε στα μπουζούκια;
Πλάτωνας: Άντε χάσου τρακαδόρε. Πήγαινε μέσα να παρηγορήσεις την αρραβωνιαστικιά σου γιατί είναι μια αποτυχημένη.
Ο Πλάτωνας κλείνει με δύναμη την πόρτα πίσω του και ακούγεται το χαρούμενο σφύριγμά του καθώς απομακρύνεται.
Σκηνή 8η
Βρισκόμαστε σε ένα γραφείο απροσδιόριστης εταιρίας. Γύρω από το κεντρικό και μοντέρνο έπιπλο υπάρχουν μικρές πολυθρόνες. Ο τοίχος είναι καλυμμένος από μια βιβλιοθήκη, επάνω στην οποία είναι αραδιασμένες εγκυκλοπαίδειες, ένδειξη ότι ο κάτοχος δεν τα πάει καλά με το διάβασμα.
Στην καρέκλα του γραφείου κάθεται ένας χοντρός και άσχημος τύπος, που φοράει μπλε κοστούμι και μαύρη γραβάτα.
Διαβάζει με προσοχή μια εφημερίδα και μουρμουρίζει.
Τζώρτζης: Κοίτα να δεις που φτάσαμε, πάνε στα ριάλιτι και γίνονται φίρμες σε μια νύχτα. Πως θα βγάλουμε εμείς το μεροκάματο;
Την ίδια στιγμή μπαίνει στο γραφείο η παχουλή αλλά όμορφη γραμματέας του η Βιβή.
Φοράει ένα κίτρινο ταγιέρ και είναι φανερό ότι καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να φανεί σοβαρή. Τα μαύρα παπούτσια της όμως με το χοντρό τακούνι την προδίδουν
Βιβή: Τι μουρμουρίζεις πάλι;
Τζώρτζης: Δεν σου έχω πει ότι στο γραφείο θέλω να μου μιλάς στον πληθυντικό;
Βιβή: Στο κρεβάτι πως θες να σου μιλάω; Βρε άντε παράτα μας
Τζώρτζης: < ενοχλημένος > Σκάσε, θα με κάνεις ρεζίλι.
Βιβή: Μπα σε πιάσανε οι ντροπές ή μήπως περιμένεις κανένα καλό αρσενικό;
Τζώρτζης: < χαμηλώνει τον τόνο της φωνής του > Το έβαλες σκοπό να με ξεφτιλίσεις;
Βιβή: Που ήσουνα βρε καραγκιόζη το βράδυ; Μου έκλεισες ραντεβού και σε περίμενα δύο ώρες.
Τζώρτζης: < απολογητικά > Σου είπα κοριτσάκι μου ότι είχα δουλειά
Βιβή: Και τι δουλειά είχες στο γκέι μπαρ;
Τζώρτζης<έντρομος> Ποιος στο είπε αυτό;
Βιβή: Ο καινούργιος που του υποσχέθηκες ότι θα τον στείλεις στα ριάλιτι και θα κερδίσει τα λεφτά
Τζώρτζης: Και σύ τον πίστεψες;
Βιβή: Ναι γιατί σε ξέρω
Τζώρτζης: Και σένα τι σε νοιάζει τι κάνω;
Βιβή: Έλά ντε, εγώ φταίω που ασχολούμαι μαζί σου και θέλω να σε κάνω άνθρωπο.
Τζώρτζης: < εξαγριωμένος > Βρε άντε στο διάολο. Γύρνα τώρα στη δουλειά σου πριν σε απολύσω. Ακούς εκεί θα μας κάνει έλεγχο και η υπάλληλος.
Βιβή: < φωνάζει > Φεύγω αλλά να ξέρεις ότι δεν τελειώσαμε γεροανόμαλε. Θα τα πούμε όταν θα είμαστε οι δυο μας.
Η Βιβή βγαίνει χτυπώντας πίσω της την πόρτα, ενώ ο Τζώρτζης σκύβει πάλι ατάραχος στην εφημερίδα του και συνεχίζει το διάβασμα
Σε μερικά δευτερόλεπτα ανοίγει πάλι την πόρτα και λέει με αλλαγμένο τον τόνο της φωνής της
Βιβή: Κύριε διευθυντά σας θέλει ένας νεαρός.
Τζώρτζης: Ήταν έξω όταν τσακωνόμασταν; Ελπίζω να μην πήρε χαμπάρι τίποτα
Βιβή < συνωμοτικά > Αν μας άκουγε τι θα γινόταν, δεν θα σου καθόταν πια;
Σκηνή 9η
Η Βιβή γυρίζει στο γραφείο και μένει μόνη της με το νεαρό. Τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Είναι γυμνασμένος, μελαχρινός, με κοντό μαλλί και ωραία χαρακτηριστικά. Φοράει μαύρα εφαρμοστά ρούχα και η Βιβή αρχίζει να τον βλέπει με άλλο μάτι.
Βιβή: Δε μου λες, γιατί πήγες με το χοντρό το βράδυ;
Τύπος: Είμαι αποφασισμένος να κάνω τα πάντα για να γίνω γνωστός
Βιβή: Εγώ άλλο σε ρώτησα.
Τύπος: Για φαγητό με κάλεσε και πήγαμε τελικά σε γκέυ μπαρ
Βιβή: Σου την έπεσε;
Τύπος: Είμαι αποφασισμένος να κάνω τα πάντα για να γίνω γνωστός
Βιβή: Άρα έγινε η δουλειά.
Τύπος: Η δουλειά έγινε αλλά εγώ άγνωστος είμαι ακόμη
Βιβή: Οι γυναίκες δεν σου αρέσουν;
Τύπος: Τα πρώτα 10 λεπτά από την στιγμή που τις γνωρίζω μου αρέσουν πολύ
Βιβή: Και μετά;
Τύπος: Μετά με παρατάνε και εγώ, για εκδίκηση, δεν τις γουστάρω πια
Βιβή: Γιατί σε παρατάνε;
Τύπος: Γιατί είναι ηλίθιες
Βιβή: Έτσι πιστεύεις;
Τύπος: Όχι, εκείνες πιστεύουν ότι εγώ είμαι ηλίθιος αλλά επειδή εγώ δεν είμαι άρα είναι εκείνες
Βιβή: Τόσο καλά…
Τύπος: < άγρια > Είσαι ηλίθια μωρή
Βιβή:Γιατί αγοράκι μου με βρίζεις, θες να σου αστράψω καμιά σφαλιάρα;
Τύπος: Δηλαδή θες να πεις ότι δεν με θεωρείς ηλίθιο; Πέρασαν ήδη επτά λεπτά
Βιβή: Κάθε άλλο, αποφάσισα ότι μου αρέσεις κιόλας. Για έλα εδώ.
Η Βιβή αρπάζει τον τύπο, τον αγκαλιάζει και αρχίζει να τον φιλά με μανία στο στόμα. Εκείνος τα έχει χαμένα, δεν σκοπεύει όμως να χάσει την ευκαιρία.
Σκηνή 11η
Ο Τζώρτζης σηκώνεται από το γραφείο και πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο για να δει για ποιο λόγο αργεί ο νεαρός να περάσει μέσα. Αντικρίζει τη Βιβή να φιλιέται παθιασμένα με ένα γεροδεμένο μελαχρινό τύπο και βάζει τις φωνές
Τζώρτζης: Τι κάνεις εκεί ρε;
Τύπος: Τι συμβαίνει, έχουμε και ζήλιες τώρα;
Τζώρτζης: Τι κάνεις ρε στη γραμματέα μου;
Τύπος: Της είπα τι έγινε μεταξύ μας, της παραπονέθηκα γιατί δεν με έβαλες σε κανένα τηλεπαιγνίδι παρά τα όσα σου έδωσα και η κοπέλα προσφέρθηκε να με αποζημιώσει
Βιβή: Μου είπε και πολλές λεπτομέρειες ξέρεις για το βραδινό επαγγελματικό σας ραντεβού
Τύπος: Μην ανησυχείς χοντρούλη, αν μου κάνεις τη δουλειά θα δεις πόσο καλός θα είμαι και μαζί σου
Πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα, ο Τζώρτζης έχει πέσει λιπόθυμος στο έδαφος. Η Βιβή βάζει τις φωνές και κατηγορεί το νεαρό ότι εκείνος φταίει που ο Τζώρτζης λιποθύμησε.
Τύπος: Γιατί φταίω εγώ; Εκείνος μου την έπεσε, εσύ μου την έπεσες, τελικά μήπως είστε συνεννοημένοι; Θέλετε να με χρησιμοποιήσετε για τις ανώμαλες ορέξεις σας και μετά να με στύψετε σαν λεμονόκουπα.
Βιβή: Σιγά τον άντρα. Βρε άντε από εδώ
Τύπος: Πριν όμως που μου την έπεσες άλλα μου έλεγες.
Βιβή: Μάθε ότι το έκανα για να ζηλέψει ο Τζώρτζης. Ελπίζω ότι σε κάποια στιγμή θα πάψει να κυνηγάει εφήμερους έρωτες και θα έρθει κοντά μου.
Τύπος: Μα αυτός είναι αδελφή
Βιβή: Γιατί εσύ που πήγες μαζί του τι είσαι, καλύτερος; Οι κανονικοί άντρες τελειώσανε πια.
Αν δεν φέρουμε τους ομοφυλόφιλους στον ίσιο δρόμο θα μείνουμε όλες ανύπανδρες.
Τύπος: Δηλαδή θέλεις να παντρευτείς και εμένα;
Βιβή: Ένας πρώην ομοφυλόφιλος δεν με ενοχλεί, ένας ηλίθιος όμως είναι ανυπόφορος.
Τύπος: Δηλαδή θέλεις να πεις ότι με θεωρείς ηλίθιο;
Βιβή: Σώπα, το κατάλαβες. Βρε άντε φύγε από εδώ.
Τύπος: Δεν πάω πουθενά , μου χρωστάτε και πρέπει να με ξεπληρώσετε.
Βιβή: Αν είναι έτσι να το κάνω.
Η Βιβή αρπάζει ένα από τα δύο βάζα που υπήρχαν στο τραπέζι και το εκσφενδονίζει με δύναμη εναντίον του.
Ο τύπος το βάζει στα πόδια, ενώ την ίδια στιγμή συνέρχεται ο Τζώρτζης.
Τζώρτζης: Τι έγινε, που πήγε η αποκάλυψή μου;
Βιβή: Ποιος, αυτός ο ηλίθιος;
Τζώρτζης: Το τι είναι και τι δεν είναι, αφορά εμένα και όχι εσένα.
Βιβή: Αλήθεια. Τότε να σου δείξω κάτι που αφορά και τους δύο μας.
Η Βιβή παίρνει με δύναμη το δεύτερο βάζο από το γραφείο και το χτυπάει με δύναμη στο κεφάλι του Τζώρτζη. Εκείνος φωνάζει και λιποθυμά για δεύτερη φορά, ενώ η Βιβή μονολογεί.
Ίσως έτσι βάλεις μυαλό. Στη συνέχεια φεύγει βιαστικά.
Σκηνή 12η
Βρισκόμαστε σε ένα κακόφημο μπαρ με… ρωσίδες. Στο μαγαζί δεν υπάρχει κανένας πελάτης. Οι κοπέλες κάθονται στα σκαμπό της μπάρας και επιδεικνύουν τα μπούτια τους. Ο σερβιτόρος κρατάει ένα πανί και τρίβει μηχανικά ένα τραπέζι. Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται, καλοντυμένος ο Πλάτωνας. Ρίχνει μια ματιά γύρω του, περνάει το βλέμμα του αδιάφορα από το σημείο που κάθονται οι κοπέλες και . .. ρίχνει άγκυρα σε ένα τραπέζι.
Σερβιτόρος: Τι θα πάρετε κύριε;
Πλάτωνας: Ένα ούζο και …την ξανθιά που κάθεται στο μπαρ, δεύτερη από αριστερά.
Σερβιτόρος: Ξέρετε… για την ξανθιά δεν υπάρχει πρόβλημα, ούζο όμως δεν σερβίρουμε.
Πλάτωνας: Καλά φέρε ένα ουίσκυ
Σερβιτόρος: Μάλιστα
Φεύγει και κατευθύνεται προς το μπάρ. Μετά από λίγο εμφανίζεται η Τατιάνα και κρατάει στα χέρια της δύο ποτά.
Τατιάνα: Μπορώ καθήσω;
Πλάτωνας: Κάτσε πουλάκι μου
Κάθεται με ύφος πονηρό, δίνει το ποτό στον Πλάτωνα και του λέει
Τατιάνα: Στην υγκιά μας
Πλάτωνας: Στην υγειά σου, <σηκώνει το ποτήρι και το τσουγκρίζει στο στήθος της κοπέλας>
Τατιάνα: Είσαι βιαστικό και πονηρούλη
Σκηνή 13η
Μεταφερόμαστε στο σπίτι του Πλάτωνα όπου η Μαρίτσα και ο Κυριάκος κάθονται στο γραφείο του και συζητούν.
Κυριάκος: Τι έγινε πάλι και έφυγε αυτός σαν τρελός;
Μαρίτσα: Τζίφος, του έφερα μια μπας και καταφέρει να τον βάλει να υπογράψει αλλά ο γέρος είναι ανένδοτος
Κυριάκος: Πόσα της έδωσες;
Μαρίτσα: Της είπα 200 ευρώ αλλά ευτυχώς έφυγε σαν κυνηγημένη και δεν πήρε δραχμή.
Κυριάκος: Ευτυχώς
Μαρίτσα: Γιατί το λες με τέτοιο τρόπο;
Κυριάκος: < σαν βρεγμένη γάτα > Να μωρέ, χρειάζομαι κάποια λεφτά. Ετοιμάζω μια δουλειά και έχω έξοδα. Πώς θα παντρευτούμε;
Μαρίτσα: < εξαγριωμένη> Να το ξεχάσεις τρακαδόρε. Έχεις να σταυρώσεις συμβόλαιο τρεις μήνες. Ποια πουτάνα στα τρώει πάλι;
Κυριάκος: Τι λες πάλι μωρέ; Υπάρχει πιο πιστός αρραβωνιαστικός από μένα;
Μαρίτσα: Εσύ και ο …Κυανοπώγωνας μείνατε
Κυριάκος: Θέλω να βγάλω έξω ένα μεγαλοεπιχειρηματία και να του κλείσω πακέτο ασφάλειες ζωής για όλους τους εργαζομένους της εταιρίας του. Μιλάμε για πολλά λεφτά
Μαρίτσα: Μου λες αλήθεια;
Κυριάκος: Να μη σώσω
Μαρίτσα: Δεν σε πιστεύω
Κυριάκος: Αγάπη μου εσύ δεν καταφέρνεις να φας το σπίτι του γέρου, είμαστε άφραγκοι και είναι αδύνατον να παντρευτούμε. Κάτι πρέπει να κάνω, δεν θέλω να σε χάσω
Μαρίτσα: < Σκλαβωμένη από το ενδιαφέρον του για εκείνη> Καλά πάρε.
Βγάζει από την τσέπη της και του δίνει 200 ευρώ
Κυριάκος: < Βουτάει τα λεφτά και τα βάζει στην τσέπη >Δεν θα το μετανιώσεις. Προσέφερες τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην αγάπη μας.
Την φιλάει στα πεταχτά και εξαφανίζεται
Κυριάκος: Φεύγω αγάπη μου γιατί έχω αργήσει. Ο πελάτης με περιμένει
Μαρίτσα: Στο καλό λατρεία μου, στο καλό
Σκηνή 14η
Επιστρέφουμε στο μπαράκι όπου βρίσκουμε τον Πλάτωνα να έχει αγκαλιά τη Ρωσίδα και να γελούν μετά από 4 –5 ποτά που έχουν κατεβάσει ο καθένας.
Πλάτωνας: Τόση ώρα … αγαπιόμαστε και ακόμη δεν σε ρώτησα πως σε λένε
Τατιάνα: Με λένε Τατιάνα
Πλάτωνας: Χάρηκα πολύ, εμένα με λένε Πλάτωνα
Τατιάνα: Όπως και σε λένε, πρώτα πληρώσει και μετά χαρείς
Πλάτωνας: Εκτός από το κρεβάτι με τους πελάτες κάνεις και άλλη δουλειά εδώ;
Τατιάνα: Ξέρω βγάζω ρούχα μου
Πλάτωνας: Στη Ρωσία το έμαθες αυτό;
Τατιάνα: Όχι στο Ελλάντα. Ρωσία έμαθα μπαλέτο, γκραφομηχανή, λογιστικά και άλλα άχρηστα πράγματα για το Ελάντα
Πλάτωνας: < δήθεν εντυπωσιασμένος> Σώπα, ξέρεις τόσα πράγματα και κάνεις κονσομανσιόν;
Τατιάνα: Που αλλού βρω ντουλειά;
Πλάτωνας: Σε προσλαμβάνω εγώ, χρειάζομαι μια γραμματέα.
Τατιάνα: Μήπως θέλει πηδήσει τζάμπα; Εγώ όχι χαζή
Πλάτωνας: Είμαι συγγραφέας. Δεν έχω μαζί το μετάλλιο της ακαδημίας να στο δείξω, γιατί το πούλησα τότε που με κυνηγούσε ο εργολάβος για να του πληρώσω τα τούβλα για το σπίτι
Τατιάνα: Φτωχομπινέ είσαι;
Πλάτωνας: < δήθεν πειραγμένος > Για πρόσεχε τα λόγια σου, το ξέρεις ότι έχω προταθεί για βραβείο νόμπελ;
Τατιάνα:Τι είναι αυτό;
Πλάτωνας: Κάτι σαν το όσκαρ ή το βραβείο Λένιν
Τατιάνα: <ανοίγει το στόμα της> Α εσύ είσαι καλό
Πλάτωνας: Αν έρθεις να σε προσλάβω θα σε πάρω μαζί στην τελετή της απονομής
Τατιάνα: Αλήθεια: Θέλω θέλω
Πλάτωνας: Με έναν όρο. Όποτε σου λέω θα μου κάνεις στριπ τίζ
Τατιάνα: Θα πληρώνει εξτρά
Πλάτωνας: Τέλος πάντων, εσύ σε λίγο θα με καβαλήσεις
Τατιάνα: Καβάλα πιο ακριβή
Σκηνή 15η
Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο Κυριάκος. Πηγαίνει απ ευθείας στο μπάρ, αγκαλιάζει και φιλάει μια από τις κοπέλες. Εκείνη τραβιέται μακριά και τον ρωτάει.
Κοπέλα: Λεφτά έχεις ή πάλι για τράκα ποτό ήρθες;
Κυριάκος: Σήμερα ξεκόλλησα 200 ευρώ από την ξινή την αρραβωνιαστικιά μου
Κοπέλα: Ρε γαμώτο, μόνο οι μπατίρηδες με κυνηγάνε. Τουλάχιστον να έβρισκα και εγώ κανένα κορόιδο όπως βρήκε η Τατιάνα.
Η κοπέλα δείχνει προς το τραπέζι που κάθεται ο Πλάτωνας και χαριεντίζεται με τη Ρωσίδα. Ο Κυριάκος βλέπει τη σκηνή και πετάγεται όρθιος σαν ελατήριο
Κυριάκος: Παναγία μου πρέπει να φύγω. Ξέχασα να κλειδώσω το αυτοκίνητο. Έχω αφήσει επάνω και τα κλειδιά.
Ο Κυριάκος τρέχει και η κοπέλα του φωνάζει
Κοπέλα: Πότε αγόρασες αυτοκίνητο ρε απατεώνα και σε μένα παριστάνεις τον μπατίρη;
Σκηνή 16η
Επιστρέφουμε στο τραπέζι όπου ο Πλάτωνας κρατάει σφιχτά το μπούτι της Τατιάνας.
Πλάτωνας: Πάμε να φύγουμε;
Τατιάνα Δεν μπορεί
Πλάτωνας Γιατί
Τατιάνα: Γιατί νταβατζή σφάξει και τους δυο μας
Πλάτωνας: Ο Πλάτωνας κάτι τέτοιους νταβατζήδες τους μασάει
Σηκώνεται όρθιος και φωνάζει το σερβιτόρο
Πλάτωνας: Έλα εδώ νεαρέ
Σερβιτόρος: Μάλιστα κύριε
Πλάτωνας: Φώναξε το αφεντικό
Σερβιτόρος: Δεν είναι εδώ
Πλάτωνας: Τμήμα ηθών <βγάζει και δείχνει από μακριά την λογοτεχνική του ταυτότητα> Φώναξε το αφεντικό γιατί θα πάω εσένα μέσα
Σερβιτόρος: Μάλιστα
Φεύγει τρέχοντας και κάνει νόημα προς το μπαρ. Σε λίγο εμφανίζεται ένας χοντρός τύπος με ανοιχτό πουκάμισο, δασύτριχο στήθος και χρυσές αλυσίδες να κρέμονται από παντού
Νταβατζής: < συνωμοτικά > Να βάλω χίλια ευρώ και μια Ρωσίδα για το βράδυ;
Πλάτωνας: Δεν φτάνει που εκδίδεις τις κοπέλες θέλεις να με δωροδοκήσεις κιόλας έ;
Νταβατζής: Όχι αφεντικό, εγώ μεροκάματο βγάζω
Πλάτωνας: Την κοπέλα στο κλαρί βγάζεις, όχι μεροκάματο
Νταβατζής: Μόνη της βγήκε
Πλάτωνας: Θα την πάρω μαζί μου για εξακρίβωση στοιχείων. Αν δεν έχει άδεια παραμονής θα την απελάσω
Νταβαντζής: Όχι ρε μάστορα, δέκα χιλιάδες ευρώ την αγόρασα την περασμένη βδομάδα
Πλάτωνας: < φαινομενικά εξαγριωμένος , γυρίζει το τραπέζι ανάποδα, βγάζει από την τσέπη ένα καριοφίλι και αρχίζει να πυροβολεί στο ταβάνι> Άκουσες τι είπα ρε βρομιάρη, εμένα με λένε Πλάτωνα, θα στο κάψω το μπορντέλο σου εδώ μέσα
Οι κοπέλες ουρλιάζουν και τρέχουν να κρυφτούν, ο σερβιτόρος πέφτει κάτω από τον πάγκο, ο Νταβατζής έχει πέσει στα γόνατα και έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, η Τατιάνα κοιτάζει απορημένη και ο Πλάτωνας δείχνει εκτός εαυτού
Ο Πλάτωνας πιάνει την Τατιάνα από το χέρι και φεύγουν μαζί, ενώ συνεχίζει να πυροβολεί στον αέρα.
Σκηνή 17η
Το σπίτι του Πλάτωνα σκοτεινό. Ακούγονται τραγούδια και γέλια απ έξω. Σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται ο Πλάτωνας με την Τατιάνα αγκαλιά, τύφλα μεθυσμένοι.
Η Μαρίτσα πετάγεται έντρομη από το δωμάτιό της για να δεί τι έχει συμβεί
Μαριτσα: Τι χάλι είναι αυτό γέρο σάτυρε, ποιο είναι αυτό το τσουλί που μου κουβάλησες στο σπίτι. Μην παίζεις με τα νεύρα μου. Δεν φτάνει που ο πελάτης έστησε τον Κυριάκο μου και έχει πέσει να πεθάνει, ήρθες να μου δημιουργήσεις καινούργια βάσανα;
Πλάτωνας: <σοβαρεύει ξαφνικά> Μαρίτσα παιδί μου να σου γνωρίσω τη γραμματέα μου
Μαρίτσα Τι λες μωρέ αυτή δεν ξέρει ούτε ελληνικά
Τατιάνα Ξέρει βγάζω ρούχα μου
Μαρίτσα: Που την ψάρεψες γεροπαραλυμένε;
Πλάτωνας: Πρόσεχε πως μιλάς. Μου την έστειλε ο Υψηλάντης για να την χρησιμοποιήσω στις επαφές με τη ρωσική κυβέρνηση μετά την άλωση της Τριπολιτσάς
Μαρίτσα: <ουρλιάζει>. Γαμώτο, τι έφταιξα και ταλαιπωρούμαι έτσι ΟΥΑΟΥΟΥΟΥ
Σκηνή 18η
Εμφανίζεται ο Κυριάκος, κοιτάζει την Τατιάνα και το μάτι του γυαλίζει. Την ίδια ώρα η Μαρίτσα τραβάει τα μαλλιά της χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο και φωνάζει.
Μαρίτσα: Θα με τρελάνει ο τρελόγερος, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, θα πεθάνω στο ψυχιατρείο
Κυριάκος < προς τον Πλάτωνα> Που το ψώνισες το τεκνό θείε; <τσιμπάει την Τατιάνα στα πισινά>
Πλάτωνας: Μάζεψε τα κουλά σου και πρόσεχε πως μιλάς στη γραμματέα μου
Κυριάκος: Μη φωνάζεις θείε, δεν κατάλαβα ότι η τρυφερή δεσποινίς είναι γραμματέας σου
Τατιάνα: <μονολογεί> Αυτός θέλει πηδήσει
Πλάτωνας: Κυριάκο μάζεψε την αρραβωνιαστικιά σου και πηγαίνετε για ύπνο. Εγώ με την Τατιάνα έχουμε δουλειά
Κυριάκος: Καλά πάω πάσο
Σκηνή 18η
Ο Κυριάκος μαζεύει την Μαρίτσα που είναι αιμόφυρτη μετά τα χτυπήματα του κεφαλιού της στον τοίχο και της λέει ψιθυριστά καθώς φεύγουν
Κυριάκος: Μην είσαι ηλίθια, άστον να την κρατήσει. Αυτή θα βάλουμε να του φάει το σπίτι για λογαριασμό μας
Μαρίτσα: Τι να φάμε μωρέ, αυτός έχει βαλθεί να μας τρελάνει
Πλάτωνας: Σε άκουσα. Μάθε πρώτα να βρίσκεις καμιά πουτάνα της προκοπής και μετά να μιλάς για μένα. Όχι σπίτι δεν θα δείς αλλά ούτε οικογενειακό τάφο
Μαρίτσα < φεύγοντας> Αυτό σου χρειάζεται αλλά δεν ξέρω πότε θα έρθει η ευλογημένη ώρα
Σκηνή 19η
Πλάτωνας<έχει μείνει μόνος του με την Τατιάνα> Έλα τώρα που μας άφησαν ήσυχους δείξε μου τι κρύβεις κάτω από τα ρουχαλάκια σου
Τατιάνα: < απλώνει το χέρι> Λεφτά
Πλάτωνας: Ο Πλάτωνας δεν πληρώνει ποτέ για γυναίκα
Τατιάνα : Τατιάνα δεν βγάζει ποτέ τζάμπα βρακί της
Η Ρωσίδα πηγαίνει στον καναπέ, ξαπλώνει και λέει στον Πλάτωνα
Τατιάνα: Τώρα σχόλασα, τέσσερις ώρα. Κοιμηθώ εδώ και σύ πας μέσα. Αύριο δώρο μόνο σουτιέν. Βρακί κοστίζει
Πλάτωνας: Ο Πλάτωνας δεν περιμένει ποτέ. Υπάρχουν και αλλού γυναίκες πρόθυμες για όλα. Τώρα αρχίζει το γλέντι
Τατιάνα: Εσύ πάθεις φράγμα καρδιά. Είσαι 100 χρονώ
Πλάτωνας: Εκατό χρονών να μη φτάσεις παλιοαλλοδαπή. Ήρθατε στην Ελλάδα τώρα που σας πούλησε ο Γκορμπατσόφ. Τόσα χρόνια σας παρακαλούσαμε να διώξετε τους Τούρκους και εσείς διαγράψατε τον Υψηλάντη από το Ρωσικό στρατό γιατί συμμετείχε στη Φιλική Εταιρία.
Τατιάνα: Εγκώ όχι εταιρία. Δε θέλει παρτίντες με εφορία. Προτιμώ βγάζει βρακί μόνη της.
Πλάτωνας: Κοιμήσου θύμα της περεστρόικα, εσύ δε φταις σε τίποτα. Εγώ όμως οφείλω να τιμήσω την καταγωγή μου από καπεταναίους του ¨21. Οφείλω να κάνω περήφανο το Θόδωρο που περιμένει από εμένα επιδόσεις. ΓΙΟΥΡΓΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Ο Πλάτωνας ξεχύνεται προς την πόρτα, την ανοίγει και φεύγει. Τα φώτα σβήνουν και τέλος πρώτου επεισοδείου.