Πλατωνικός έρωτας Νο 2

Σκηνή 1η 

Η ώρα είναι 5 τα χαράματα. Ο Πλάτωνας, φορώντας το τσαλακωμένο πλέον κοστούμι του κάθεται σε ένα παγκάκι της παραλίας της Χαλκίδας με φόντο την παλαιά γέφυρα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει ήδη και δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο. Ο Πλάτωνας έχει στα χέρια του ένα μπουκάλι ούζο, καπνίζει στριφτό τσιγάρο και αγναντεύει τη θάλασσα.

Ξαφνικά εμφανίζεται δίπλα του ένας ζητιάνος περίπου 50 χρονών. Κρατάει στα χέρια του δύο τσάντες, μάλλον με κουρέλια, φοράει παλιά φόρμα εργασίας, μπλε < κάποτε > χρώματος, είναι εμφανώς ταλαιπωρημένος, τα μαλλιά του είναι άλουστα πολλούς μήνες ενώ τα παπούτσια του χαμογελούν από όλες τις πλευρές.

Ζητιάνος: Καλησπέρα

Πλάτωνας: < ατάραχος > Καλημέρα, είναι ήδη 5 τα χαράματα.

Ζητιάνος: Εγώ τέτοια ώρα γυρίζω σπίτι

Πλάτωνας: Που μένεις;

Ζητιάνος: Εδώ

Πλάτωνας: Εδώ κοιμάσαι;

Ζητιάνος: Εδώ είναι το εξοχικό μου. Το πρωί μένω σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κάπου στο κέντρο. Το μεσημέρι βγαίνω στη γύρα, το απόγευμα περνάω από μια ταβέρνα και μου δίνουν τα αποφάγια και το βράδυ βγαίνω δεύτερη βάρδια ζητιανιά για να καταλήξω εδώ στις 5 το πρωί περίπου.

Πλάτωνας: Σε λυπάμαι

Ζητιάνος: < χωρίς να δείχνει ενοχλημένος > Γιατί;

Πλάτωνας: Θα περίμενα από ένα ζητιάνο να λειτουργεί τουλάχιστον χωρίς πρόγραμμα.

Ζητιάνος: Τίποτα δεν λειτουργεί χωρίς πρόγραμμα σήμερα

Πλάτωνας < Του δίνει το μπουκάλι > Πιες

Ο ζητιάνος το παίρνει και τραβάει μια γερή γουλιά. Κατόπιν το ξαναδίνει στον Πλάτωνα

Ζητιάνος: Εσύ πως ξέπεσες εδώ τέτοια ώρα;

Πλάτωνας: Μου αρέσει να γυρίζω τις νύχτες και να κυνηγάω πεταλούδες

Ζητιάνος: Είσαι λίγο μεγάλος για τέτοια

Πλάτωνας: Εάν ήμουν μικρός δεν θα χρειαζόμουν επιβεβαίωση

Ζητιάνος: Αν είχα ένα κοστούμι σαν το δικό σου θα σε ακολουθούσα

Πλάτωνας: Έχεις δουλέψει ποτές σου;

Ζητιάνος: Δούλευα μέχρι πριν δέκα χρόνια. Ήμουν έμπορος

Πλάτωνας: Πτώχευση;

Ζητιάνος: Τοκογλύφοι. Δεν μου έμμεινε τίποτα

Πλάτωνας: Γιατί δεν ξαναρχίζεις;

Ζητιάνος: Γιατί δεν θέλω. Εσύ τι κάνεις;

Πλάτωνας: < πίνει ακόμη μια γουλιά ούζο> Παριστάνω το συγγραφέα

Ζητιάνος < παίρνει το ούζο από τον Πλάτωνα> Δηλαδή δεν είσαι;

Πλάτωνας: Τους έχω κοροϊδέψει όλους εκτός από μένα

Ζητιάνος: Έχεις γράψει βιβλία;

Πλάτωνας: Καμιά εκατοστή

Ζητιάνος: Είσαι γνωστός;

Πλάτωνας: Έτσι νομίζω

Ζητιάνος: Και γιατί δεν είσαι ικανοποιημένος;

Πλάτωνας: Ήθελα να πράξω και όχι να γράψω κάτι για την αιώνια νιότη

Ζητιάνος: Είσαι ματαιόδοξος. Ζητάς πράγματα που δεν γίνονται. Ότι έκανες έκανες.

Πλάτωνας: Δεν έχω κάνει τίποτα

Ζητιάνος: Εγώ τότε τι να πω;

Πλάτωνας: Πότε πήγες για τελευταία φορά με γυναίκα;

Ζητιάνος: Το θέμα δεν με απασχολεί πια

Πλάτωνας: Τι σε απασχολεί;

Ζητιάνος: Πότε θα πεθάνω. Κάθομαι ώρες και το σκέπτομαι. Ήθελα νά ξερα πως θα είναι

Πλάτωνας: Ακριβώς όπως τώρα που ζεις

Ζητιάνος: Με απογοητεύεις

Πλάτωνας: Εγώ πιστεύω ότι ο θάνατος είναι η ίδια η ζωή. Είμαι σίγουρος ότι στο παρελθόν έζησα από κοντά την επανάσταση του 1821.

Ζητιάνος: Σε προηγούμενη ζωή;

Πλάτωνας: Ναι

Ζητιάνος: Φεύγω. Καλή σου μέρα

Πλάτωνας: Τι έπαθες;

Ζητιάνος: Με απογοήτευσες ξανά. Αν είναι να ζήσω και άλλη ζωή, ποιος ξέρει τι έχω να τραβήξω ακόμη.

Ο ζητιάνος σηκώνεται και φεύγει αργά  αργά. Ο Πλάτωνας δεν κάνει καμία κίνηση για να τον εμποδίσει. Πίνει μια ακόμη γουλιά από το ούζο του και μονολογεί.

Πλάτωνας: Καλή η φιλοσοφία αλλά εγώ χρειάζομαι τώρα μια βολτίτσα.

Σηκώνεται από το παγκάκι και κατευθύνεται παραπατώντας προς το Κρηπίδωμα.

Σκηνή 2η

Βρισκόμαστε στην αυλή του σπιτιού του Πλάτωνα. Η ώρα είναι 7 το πρωί και η Μαρίτσα έχει σηκωθεί και ποτίζει τα λουλούδια. Φοράει ένα άσπρο νυχτικό που θυμίζει ηλικιωμένη γυναίκα παλαιότερης εποχής. Η Μαρίτσα φαίνεται ανήσυχη και μονολογεί.

Μαρίτσα: Που να είναι τώρα ο τρελόγερος. Σε ποιο μπαράκι τον έχει πάρει ο ύπνος. Μπας και τον πάτησε κανένα αυτοκίνητο έτσι που κυκλοφορεί μεθυσμένος; Ας ελπίσουμε ότι είναι καλά.

Σε κάποια στιγμή ξεχνάει το λάστιχο στο χέρι της και βαδίζει αδιαφορώντας για το νερό που βρέχει το νυχτικό της.

Μαρίτσα: Καλύτερα να μη σκέπτομαι τέτοια πράγματα. Έχουμε και την δεξίωση σήμερα. Θα τον τιμήσει ο Δήμαρχος για το λογοτεχνικό του έργο. Θα είναι και ο Νομάρχης και οι Βουλευτές. Εγώ, ως ανεψιά, θα βρίσκομαι δίπλα του και όλοι θα μου δίνουν συγχαρητήρια. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος πριν τρελαθεί. Που να είναι όμως, γιατί δεν γυρίζει στο σπίτι να κοιμηθεί και να είναι φρέσκος το βράδυ;

Σκηνή 3η

Η Τατιάνα κοιμάται ακόμη στον καναπέ. Η κουβέρτα έχει τραβηχτεί και αποκαλύπτεται ένα τέλειο σώμα. Φοράει μόνο ένα στρίνγκ και ένα στηθόδεσμο που αποκαλύπτουν περισσότερα από εκείνα που κρύβουν.

Σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του υπνοδωματίου της Τατιάνας και εμφανίζεται ο Κυριάκος. Φοράει κοστούμι και γραβάτα, είναι φρεσκοξυρισμένος και σφυρίζει ένα χαρούμενο σκοπό.

Μόλις βλέπει τα κάλη της Τατιάνας μένει άφωνος. Σταματάει και την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Εκείνη, μέσα στον ύπνο της καταλαβαίνει ότι κάποιος την παρατηρεί και ανοίγει τα μάτια.

Κυριάκος: Καλημέρα κουκλάρα μου.

Κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι και… απλώνει τα χέρια του.

Τατιάνα < ατάραχη > Ξινή αρραβωνιαστικιά σου ξέρει ότι έρχεσαι μπάρ και βρίσκει Μόνικα

Κυριάκος: Με γνώρισες μωρή ρουφιανίτσα;

<Συνεχίζει να της χαϊδεύει το μπούτι

Τατιάνα: Κάτω ξερά σου γιατί της λέω

Κυριάκος: Με εκβιάζεις τόσο ωμά; Δεν ντρέπεσαι λίγο; Εγώ είχα άλλα όνειρα για μας

Τατιάνα: Κάτω ξερά σου μπατίρη. Εγώ τώρα γαρματέας

Κυριάκος: Θα σούλεγα τι «γ» είσαι αλλά έχε χάρη.

Τατιάνα: Και το «γ» θέλει λεφτά και εσύ…μπατιροτεμπέλη. Τράβα Μαρίτσα γιατί πω όλα στη Μόνικα.

Κυριάκος: Καλά φεύγω. Πιστεύω όμως ότι θα  γίνουμε φίλοι εμείς οι δύο. Να είσαι σίγουρη ότι θα συνεργαστούμε στο μέλλον

Τατιάνα: Με βγάλεις κλαρί; Άμα θέλω βγω μόνη μου

Κυριάκος: Καλά καλάααα <την τσιμπάει στο πόδι>

Την ίδια στιγμή εμφανίζεται η Μαρίτσα

Μαρίτσα: Τι κάνεις εκεί βρε σάτυρε

Κυριάκος: Σάτυρος είναι ο θείος σου

Τατιάνα: Κυριάκο μόλις έφευγε, γιατί ανοίξω στόμα μου

Μαρίτσα: Για άνοιξέ το

Κυριάκος: < στην Τατιάνα> κλείστο

Τατιάνα: Άντε αφήστε με, τρελλοί

Μαρίτσα: Μάζεψέ τα και φύγε. Τρέλανες το θείο μου τώρα θέλεις να ξεμυαλίσεις και τον άντρα μου

Τατιάνα: Το ξεμυαλισμένο;

Κυριάκος: Εγώ Μαρίτσα μου είμαι βράχος

Μαρίτσα: Σκάσε και σύ ρε σε ξέρω καλά. Μόλις είδες τη Ρωσίδα σου πέσανε τα σάλια

Κυριάκος: Εμένα;

Τατιάνα: Αυτή τον βάζει βρακί της. Όταν όμως Κυριάκο φεύγει από σπίτι κοιτάζει άλλα βρακιά.

Την ίδια στιγμή ακούγεται το κουδούνι

Η Μαρίτσα τρέχει ν ανοίξει ενώ η Τατιάνα προσπαθεί να ντυθεί βιαστικά και ο Κυριάκος παίρνει το τελευταίο μάτι από τα κάλη της ρωσίδας.

Η Μαρίτσα μιλάει με μια γειτόνισσα στην πόρτα και επιστρέφει αλαφιασμένη.

Μαρίτσα: Τρέχτε, Κυριάκο βοήθεια. Βρήκανε το θείο μου πεθαμένο στο Κουρέντι.

Σκηνή 4η

 Η ώρα είναι περίπου 9 το πρωί. Στην παραλία Κουρέντι μέσα στην Χαλκίδα έχει μαζευτεί αρκετός κόσμος. Στην μέση της παραλίας κείται ανάσκελα ο Πλάτωνας ενώ από πάνω του βρίσκονται δύο αστυνομικοί. Γύρω από τον Πλάτωνα υπάρχει μια κορδέλα της αστυνομίας, οι περίοικοι κοιτάζουν με απορία αλλά και διάθεση κουτσομπολιού ενώ οι αστυνομικοί συζητούν.

Βαθμοφόρος: Είσαι σίγουρος ρε ότι είναι πεθαμένος;

Αστυφύλακας: Τον κοίταξα κυρ αστυνόμε, δεν σαλεύει καθόλου

Βαθμοφόρος : Του έπιασες το σφυγμό;

Αστυφύλακας: Δεν χρειάζεται κυρ αστυνόμε. Ξέρω από πεθαμένους. Και στη γιαγιά μου εγώ έκανα διάγνωση όταν μας άφησε χρόνους.

Βαθμοφόρος: Κάλεσες ασθενοφόρο;

Αστυφύλακας: Τι να το κάνουμε; Κάλεσα το νεκροθάφτη

Βαθμοφόρος: Πως λες να πέθανε;

Αστυφύλακας: Ο Πλάτωνας;

Βαθμοφόρος: Βλέπεις μωρέ κανέναν άλλο πεθαμένο εδώ γύρω;

Αστυφύλακας: Να πάω να ψάξω;

Βαθμοφόρος: Πού να ψάξεις ρε ηλίθιε; Ο Πλάτωνας σε ρωτάω πως πέθανε

Αστυφύλακας: Λεφτά δεν είχε άρα δεν τον λήστεψαν. Αίμα δεν βλέπω άρα δεν τον χτύπησε κανείς ούτε χτύπησε μόνος του, το μόνο που βρήκα δίπλα του ήταν ένα μπουκάλι ούζο.

Βαθμοφόρος: Από το ούζο πέθανε;

Αστυφύλακας: Και ο Γιάννης, ο γιος της Μαγδάλως στο χωριό μου από το ούζο πέθανε.

Βαθμοφόρος: Καλά γράψτο εδώ που λέει πιθανή αιτία θανάτου. Τα υπόλοιπα θα μας τα πει ο γιατρός.

Αστυφύλακας: Τι να γράψω; Για το Γιάννη της Μαγδάλως; Δεν θυμάμαι το επώνυμό του.

Βαθμοφόρος: Ηλίθιε, για τον Πλάτωνα γράψε.

Ο βαθμοφόρος τραβάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα στον αστυφύλακα και ο κόσμος βάζει τα γέλια.

Αστυφύλακας: Τι γελάτε ρε, έχουμε πεθαμένο άνθρωπο εδώ πέρα. Απομακρυνθείτε και αφήστε την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της.

Σκηνή 5η

Από την άκρη της πλαζ εμφανίζεται τρέχοντας η Μαρίτσα με το νυχτικό. Την ακολουθεί η Τατιάνα που φοράει ένα σορτσάκι και ένα αποκαλυπτικό, για το μπούστο της, μπλουζάκι και πίσω της τρέχει ο Κυριάκος με το κοστούμι και τα μάτια καρφωμένα στα πισινά της Τατιάνας.

Μαρίτσα: Θείε μου αγαπημένε σε φάγανε μπαμπέσικα

Τατιάνα: Αφεντικό σήκω, έχουμε πάρουμε βραβείο μόμπελ

Κυριάκος: Μην τρέχετε μωρέ τόσο, κοψομεσιάστηκα. Δεν φεύγει ο πεθαμένος από τη θέση του.

Οι τρεις φτάνουν κοντά στο σημείο που βρίσκεται ο Πλάτωνας και ο αστυφύλακας τους κόβει το δρόμο.

Αστυφύλακας: ΑΛΤ τι είστε εσείς;

Μαρίτσα < κλαίγοντας>Εγώ είμαι η ανεψούλα του

Αστυφύλακας: Εσύ τον έφαγες γιατί τον άφηνες να πίνει ούζο

Τατιάνα: Εγώ γαρματέας

Βαθμοφόρος: Αυτή μου φαίνεται ύποπτη< την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω> Πάρτην στο τμήμα για ανάκριση<προς τον αστυφύλακα>

Αστυφύλακας: <προς τον Κυριάκο>  Εσύ τι είσαι ρε;

Κυριάκος: Αθώος

Αστυφύλακας: Τι λες ρε απατεώνα. Τολμάς να ισχυρίζεσαι ότι είσαι αθώος; Και ποιος φταίει τότε ρε που πέθανε ο γέρος; Μήπως εγώ;

Ο αστυφύλακας έχει βγάλει ήδη τις χειροπέδες να τις φορέσει στον Κυριάκο. Η Μαρίτσα κλαίει με λυγμούς και παράλληλα μοιρολογεί.

Μαρίτσα: Θεούλη μου έχασα τον θείο μου τον πολυαγαπημένο, τώρα θα χάσω και τον έρωτα της ζωής μου πίσω από τα κάγκελα της φυλακής

Η Μαρίτσα έχει αρχίσει να τραβάει τον αστυφύλακα για να αφήσει τον Κυριάκο. Εκείνος την απωθεί και τραβάει σφαλιάρες στον Κυριάκο φωνάζοντας « κάτσε ρε ζουλάπ να σε πάω μέσα» και την ίδια στιγμή ο βαθμοφόρος πλησιάζει την Τατιάνα.

Βαθμοφόρος: Που θα δουλέψεις τώρα καημενούλα που πέθανε το αφεντικό;

Τατιάνα: Μη σε νοιάζει

Βαθμοφόρος: Να σε πάω σε ένα μαγαζάκι που έχει ένας φίλος; Θα έχεις καλό μεροκάματο και ποσοστά

Τατιάνα: Προαγωγό είσαι ρε;

Αρπάζει μια πέτρα και κυνηγάει εξαγριωμένη τον βαθμοφόρο που φωνάζει

Βαθμοφόρος: Βοήθεια αστυφύλακα οι κρατούμενοι στασίασαν

Τατιάνα: Άμα πιάσω χέρια μου σου σπάσω κεφάλι

Ο αστυφύλακας τρέχει να βοηθήσει τον ανώτερο, ο Κυριάκος το σκάει, η Μαρίτσα του φωνάζει να γυρίσει πίσω και επιτίθεται στον βαθμοφόρο λέγοντας: «αλήτη εσύ έδιωξες το αγόρι μου» και την ώρα που όλοι γίνονται ένα κουβάρι, ο κόσμος γελάει και το διασκεδάζει, εμφανίζονται οι δύο νεκροθάφτες, ντυμένοι με μαύρα κοστούμια και κρατώντας ένα φέρετρο με το καπάκι επάνω.

Νεκροθάφτης 1: Που είναι η εργολαβία κυρ αστυνόμε;

Κανένας όμως δεν του δίνει σημασία αφού ο καβγάς μεταξύ τους συνεχίζεται

Νεκροθάφτης 2: Περίμενε να τελειώσουν και κάποιον θα βάλουμε στο κασόνι

Την ίδια στιγμή ακούγεται η φωνή του Πλάτωνα που έχει σηκωθεί όρθιος και κοιτάζει προς τους συγγενείς του που τσακώνονται με τους αστυνομικούς

Πλάτωνας: Σκάστε ρε ηλίθιοι. Ούτε να κοιμηθεί ήσυχος δεν μπορεί ένας κουρασμένος άνθρωπος.

Ο κόσμος ουρλιάζει και φεύγει τρέχοντας, η Μαρίτσα τρέχει και αγκαλιάζει τον Πλάτωνα φωνάζοντας « δόξα τω Θεώ ζει» ενώ στην αγκαλιά του πέφτει και η Τατιάνα λέγοντας «αφεντικό εγώ κάνει τζάμπα στριπτίζ τώρα που έγινε καλά»

Την ίδια στιγμή βαθμοφόρος και αστυφύλακας κοιτάζουν απορημένοι

Βαθμοφόρος: Δεν σου είπα ρε ηλίθιε να κοιτάξεις εάν πέθανε; Τι θα πούμε τώρα στην υπηρεσία;

Αστυφύλακας: Πεθαμένος ήτανε. Ρε μπας και αναστήθηκε και η γιαγιά μου όταν τη θάψαμε;

Νεκροθάφτης 1 < προς τους αστυνομικούς> Πέθανε δεν πέθανε εμείς πρέπει να πληρωθούμε. Αφήσαμε άλλη εργολαβία για να έρθουμε εδώ

Βαθμοφόρος: < προς αστυφύλακα> Βλέπεις τι έκανες, τώρα πλήρωσέ τους εσύ.

Αστυφύλακας: Σιγά να μην πληρώσω. Ο πεθαμένος θα γυρίσει στη θέση του και όλα θα τακτοποιηθούν.

Βγάζει το γκλομπς και κατευθύνεται απειλητικός προς τον Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας τον βλέπει, βγάζει από το παντελόνι του την κουμπούρα και αρχίζει να πυροβολεί στον αέρα.

Ο αστυφύλακας και ο βαθμοφόρος το βάζουν στα πόδια. Οι δύο νεκροθάφτες έχουν πάρει το φέρετρο και προσπαθούν να φύγουν τρέχοντας μέσα στην άμμο και την ίδια στιγμή ο Πλάτωνας φωνάζει:

Πλάτωνας: Ουστ ρε κοπρόσκυλα, τον Πλάτωνα ήρθατε να θάψετε; Εγώ θα σας θάψω όλους. Ξέρετε πόσους τουρκαλάδες έφαγα το 21; Δρόμο από δω ρε ρουφιάνοι, κοράκια ΔΡΟΜΟΟΟΟ

Σκηνή 6η

Μεταφερόμαστε στο γραφείο του Τζώρτζη. Η ώρα είναι γύρω στις 12 το μεσημέρι και ο Τζώρτζης κάθεται μόνος του. Επάνω στο γραφείο υπάρχει ένα ταψί σπανακόπιτα που την καταβροχθίζει με μανία. Το πρόσωπό του έχει γεμίσει λάδι και τυρί ενώ τα ρούχα του, απολαμβάνουν το γεύμα μαζί με το αφεντικό τους. Χτυπάει η πόρτα.

Τζώρτζης: Στην ευχή, ούτε να φάει δεν μπορεί κανείς με την ησυχία του εδώ μέσα.

Κρύβει το ταψί κάτω από το γραφείο και πηγαίνει να ανοίξει, καθώς το γραφείο το κλειδώνει πάντα όταν τρώει για να μην … του μετράνε τις μπουκιές.

Εμφανίζεται μπροστά του μια νεαρή και όμορφη κοπέλα περίπου 20 χρονών. Είναι ντυμένη σεμνά με ένα μακρύ λουλουδάτο φόρεμα, αταίριαστα μποτάκια και κάνει «μπάμ» ότι έρχεται από χωριό. Ο Τζώρτζης κοντοστέκεται αρχικά και σκέπτεται να την διώξει. Παρατηρεί όμως ότι κάτω από το ντεμοντέ ντύσιμο κρύβεται ένα πολύ όμορφο πλάσμα και αποφασίζει να της πει να περάσει.

Τζώρτζης: Τι θα θέλατε παρακαλώ; <την ίδια στιγμή σκουπίζει τα λάδια από το πρόσωπό του με την γραβάτα του.

Κοπέλα: Είστε ο κύριος Τζώρτζης;

Τζώρτζης: Ναι εγώ είμαι

Κοπέλα: Εγώ είμαι η Ελένη

Τζώρτζης: Και τι ξέρεις να κάνεις;

Ελένη: Τι εννοείτε;

Τζώρτζης: Για δουλειά δεν ήρθες εδώ;

Ελένη: Που το καταλάβατε;

Τζώρτζης: Η δική μου δουλειά αυτή είναι. Να καταλαβαίνω

Ελένη: Θέλω να γίνω ηθοποιός

Τζώρτζης: Έχεις τελειώσει κάποια σχολή;

Ελένη: <διστακτικά> όχι

Τζώρτζης: Διαθέτεις εμπειρία;

Ελένη: Όχι… καλύτερα να φύγω έ;

Τζώρτζης: <Την πιάνει από το χέρι> Όχι μην απογοητεύεσαι κάτι θα βρούμε και για σένα. Μόνο που χρειάζεται να προσπαθήσεις πολύ και προπάντων να μην ντρέπεσαι

Ελένη: Για ποιο πράγμα, που θέλω να γίνω ηθοποιός;

Τζώρτζης: Όχι γιαυτό. Για εκείνα που πρέπει να κάνεις ώστε να γίνεις καλός ηθοποιός

Ελένη: Τι πρέπει να κάνω δηλαδή;

Τζώρτης: Μπορεί για παράδειγμα να χρειαστεί να βγάλεις τα παπούτσια σου και να τρέξεις ξυπόλυτη στην άμμο

Ελένη: Αυτό είναι εύκολο

Τζώρτζης: Βγάλτα λοιπόν

Ελένη: Τώρα;

Τζώρτζης: <δήθεν ενοχλημένος> Τώρα βέβαια, ακόμη δεν κατάλαβες ότι περνάς από ακρόαση; Κρίνεται το μέλλον σου αυτή τη στιγμή

Ελένη: Αν είναι έτσι να τα βγάλω

Η Ελένη βγάζει αδέξια τα παπούτσια της ενώ ο Τζώρτζης παρακολουθεί δήθεν αδιάφορα

Σκηνή 7η

Στο διπλανό γραφείο εμφανίζεται η Βιβή τραγουδώντας. Φοράει ένα μίνι κόκκινο φόρεμα και στο χέρι της κρατάει ένα βιβλίο.

Βιβή< μονολογεί> Ευτυχώς που το βρήκα αυτό το πολύτιμο βιβλιαράκι. Περιέχει σπουδαίες συμβουλές. Θα κάνω τον Τζώρτζη να ξεχάσει τους άντρες και όλες τις άλλες γυναίκες εκτός από μένα. Σε δύο μήνες θα τον σύρω στην εκκλησία και θα αποκατασταθώ.

Την ώρα όμως που κατευθύνεται προς την πόρτα του Τζώρτζη για να τον χαιρετήσει ακούει από μέσα τη φωνή του

Τζώρτζης: Τι θα πει μωρέ ντρέπεσαι να βγάλεις το φόρεμα; Ηθοποιός θέλεις να γίνεις και πρέπει να δείχνεις πειθαρχία. Τι θέλω ρε γαμώτο και ασχολούμαι μαζί σου.

Η Βιβή… παίρνει ανάποδες αλλά προσπαθεί να κρατηθεί. Πλησιάζει την πόρτα και βάζει το μάτι της στην κλειδαρότρυπα.

Σκηνή 8η

Μεταφερόμαστε ξανά στο γραφείο του Τζώρτζη ο οποίος φωνάζει

Τζώρτζης: Σιγά μη γυρίσω και από την άλλη πλευρά. Ηθοποιός θα γίνεις. Πρέπει να μάθεις να γδύνεσαι μπροστά σε χιλιάδες άτομα. Πως θα γίνεις γνωστή;

Ελένη: Προτιμώ να γίνω γνωστή με τα ρούχα μου και όχι γυμνή

Τζώρτζης: Σκάσε. Σου έχω ήδη έτοιμο ρόλο σε σήριαλ και κάνεις και τη δύσκολη; Φύγε άμα είναι, θα βρω άλλη

Ελένη: Το λέτε αλήθεια; <αφελέστατα>

Τζώρτζης: Κάνε ότι σου λέω και θα γίνεις αστέρι.

Η Ελένη βγάζει το φόρεμα και μένει με τα εσώρουχα

Ο Τζώρτζης την περιεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω και μονολογεί

Τζώρτζης: Καθόλου άσχημα και δεν σου φαινότανε. Για ξάπλωσε εδώ στην πολυθρόνα και κλείσε τα μάτια σου

Ελένη: Μάλιστα <ξαπλώνει>

Ο Τζώρτζης απλώνει το χέρι του, την χαϊδεύει στο χέρι και μετά πλησιάζει στα πόδια της

Ελένη: Τον πήρα το ρόλο;

Τζώρτζης: Εγώ τι θα κερδίσω;

Ελένη: Δεν ξέρω

Τζώρτζης: Τα ποσοστά μου είναι 3000 ευρώ

Ελένη: Δεν έχω τόσα χρήματα

Τζώρτζης: Δεν πειράζει, μπορούμε να τα βρούμε διαφορετικά

Ελένη: Πώς;

Τζώρτζης: Κλείσε τα μάτια σου και μη μιλάς. Να ξέρεις ότι οι περισσότερες έτσι ξεκίνησαν

Ελένη: <ναζιάρικα αλλά ήδη αποφασισμένη> Εγώ ντρέπομαι

Τζώρτζης: <έχει καταλάβει ότι ήδη πέτυχε το στόχο> Καλά θα σβήσω το φως

Σκηνή 9η

Την ώρα που ο Τζώρτζης έχει κλείσει ήδη το παράθυρο και πηγαίνει προς το διακόπτη του φωτιστικού για να τον κλείσει, η Βιβή κλωτσάει με δύναμη την πόρτα και μπαίνει μέσα

Βιβή: Τι κάνεις πάλι ρε σεξομανή; Βρήκες το κοριτσάκι άβγαλτο και πας να το εκμεταλλευτείς;

Την ίδια στιγμή η Ελένη σηκώνεται ουρλιάζοντας από ντροπή, παίρνει το φόρεμά της και το βάζει μπροστά στο σώμα της για να καλύψει τα εσώρουχα που βρίσκονται σε κοινή θέα

Τζώρτζης: Τι θέλεις εδώ γραμματέα την ώρα που εργαζόμαστε;

Βιβή: Η δουλειά τελείωσε και πήγαινες να εισπράξεις την πληρωμή αχαΐρευτε

Τζώρτζης: Θα μου κάνεις έλεγχο στη δουλειά μου;

Ελένη: Καλά σου λέει, άδειασέ μας τη γωνιά. Εγώ εξασφάλισα ρόλο

Βιβή: Τι ρόλο εξασφάλισες μωρή ηλίθια. Αυτός εξασφάλισε πήδημα

Τζώρτζης: Μην τα λες τόσο ωμά

Βιβή: Θα τα λέω όπως θέλω

Ελένη: Δηλαδή ο ρόλος ήταν δόλωμα;

Βιβή: Για να σε ρίξει στο κρεβάτι

Τζώρτζης: Μήπως ήθελες να παίξεις και στη λάμψη;

Η Ελένη εξαγριώνεται, ορμάει στον Τζώρτζη και τον χτυπάει όπου βρει. Η Βιβή κρίνει θετική την αντίδρασή της και του ορμάει και εκείνη

Τζώρτζης: Όχι κορίτσια όχι  υπόσχομαι ότι δεν το ξανακάνω. Βρε καλά κάνω εγώ και προτιμώ τους άντρες. Αυτοί μόνο καταλαβαίνουν από δουλειές

Ελένη: Τι ; Πας και με άντρες και ήθελες να με ακουμπήσεις. Θα σε σακατέψω.

Μετά από αρκετές γροθιές η Ελένη έχει ήδη ξεθυμάνει και φεύγει λέγοντας

Ελένη: Αυτό δεν είναι καλλιτεχνικό γραφείο, το κλουβί με τις τρελές είναι

Σκηνή 10η

Ο Τζώρτζης κάθεται στο γραφείο της Βιβής και εκείνη του σκουπίζει τα αίματα από το πρόσωπο με ένα κομμάτι βαμβάκι

Βιβή: Έχε χάρη που σε αγαπάω και ελπίζω ότι θα στρώσεις όταν παντρευτούμε. Διαφορετικά ακόμη θα σε χτυπούσα

Τζώρτζης: Τι θέλεις βρε παιδί μου από μένα; Βάλτο καλά στο μυαλό σου, αυτός είμαι είτε σου αρέσω είτε όχι. Ξέχνα γάμους και αηδίες

Βιβή<εκνευρισμένη> Αλήθεια γάιδαρε; Εγώ φταίω που νοιάζομαι. Από σήμερα τέλος το ενδιαφέρον. Φεύγω

Τζώρτζης: Που πας; Δεν σχόλασες ακόμη

Βιβή: Παίρνω άδεια για να σε αφήσω να επιδοθείς ελεύθερα στις ακολασίες σου. Πάω στην Χαλκίδα  σε μια δεξίωση που με έχουν καλέσει. Στην αρχή είπα όχι για να είμαι το βράδυ κοντά σου. Τώρα όμως λέω ναι. Και να σου πω και κάτι ακόμη; Θα βρω και γκόμενο

Η Βιβή πετάει το βαμβάκι στο πρόσωπο του Τζώρτζη και φεύγει

Τζώρτζης: Που πας κινητή καταστροφή; Γύρνα πίσω. Πρώτα μου έδιωξες την ανακάλυψή μου λίγο πριν με πληρώσει και τώρα φεύγεις και σύ; Είσαι αχάριστη το ακούς; Είσαι αχάριστη

Σκηνή 11η

Η ώρα είναι 6 το απόγευμα. Ο Πλάτωνας κοιμάται και ροχαλίζει στο κρεβάτι του. Η Τατιάνα ανοίγει την πόρτα και κρατάει στα χέρια της ένα δίσκο με καφέ. Ανοίγει το παράθυρο και μπαίνει στο δωμάτιο φώς.

Ο Πλάτωνας ξυπνάει σιγά σιγά, κοιτάζει την Τατιάνα και μονολογεί.

Πλάτωνας: Μα τα χίλια καριοφίλια, ποιος μου έστειλε αυτό το θεϊκό πλάσμα εδώ μέσα στο ανήλιαγο μπουντρούμι;

Τατιάνα: < ξαφνισμένη> Δωμάτιος είναι όχι μπουντρούμης

Πλάτωνας: <συνειδητοποιεί τι συμβαίνει> Ξέχνα το, έβλεπα όνειρο με το Θεόδωρο και ταυτίστηκα με εκείνον σε κάποια στιγμή.

Τατιάνα: Ποιος Θόδωρος;

Πλάτωνας: <Σηκώνεται από το κρεβάτι, φτιάχνει την γελοία σκελέα που φοράει στον ύπνο και κοιτάζει την Τατιάνα πονηρά> Το πρωί που ήμουν πεθαμένος και έκλαιγες, κάτι μου υποσχέθηκες

Τατιάνα: Εγκώ;

Πλάτωνας: Ναι εσύ

Τατιάνα: Που το άκουσε πεθαμένο άντρωπο;

Πλάτωνας: Το άκουσα

Τατιάνα: Καλά, όχι τώρα όμως, το πρωί

Πλάτωνας: Το στριπτίζ γίνεται βράδυ

Τατιάνα: Σήμερα πάμε δεξίωση

Πλάτωνας: Αμάν το ξέχασα. Σήμερα θα με βραβεύσει ο Καραγκιόζης ο Δήμαρχος και θα γίνει δεξίωση όπου θα παρευρεθεί ο γελοίος ο Νομάρχης και οι ηλίθιοι οι Βουλευτές.

Τατιάνα: Γιατί βρίζει; Αυτοί σε τιμήσουν

Πλάτωνας: Ότι κάνουν το κάνουν για να φανούν καλοί και να πάρουν ψήφους. Τέλος πάντων πρέπει να φύγω τώρα για να ετοιμαστώ.

Τατιάνα: Που πάς. Κάτσε και εγκώ κάνει αυτό υποσχέθηκα

Η Τατιάνα βγάζει την μπλούζα της αλλά ο Πλάτωνας βιαζεται

Πλάτωνας: Όχι τώρα πρέπει να ετοιμαστώ για τη δεξίωση

Τατιάνα: Έχω σιδερώσει κοστούμι σου

Πλάτωνας: < ντύνεται βιαστικά> Δεν το θέλω, έχω προγραμματίσει άλλα για σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάω να ψωνίσω

Τατιάνα< βάζει ξανά την μπλούζα της> Έρθω μαζί σου;

Πλάτωνας: <φεύγει> Όχι, ετοιμάζω έκπληξη για το βράδυ και δεν θέλω να την ξέρει κανείς

Τατιάνα: Όχι πεθάνεις πάλι, εγκώ δεν θέλω τρέχει ξανά

Πλάτωνας: <γλυκά> Ηρέμησε κοριτσάκι μου, εσύ δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα, άλλοι θα τρέχουν

Φεύγει, κλείνει την πόρτα με δύναμη πίσω του ενώ η Τατιάνα κοιτάζει απορριμμένη.

Σκηνή 12η

Βρισκόμαστε στο σταθμό του τρένου. Μόλις φτάνει η αμαξοστοιχία από Αθήνα και η Βιβή κατεβαίνει και κατευθύνεται προς την παλαιά γέφυρα. Φοράει το ίδιο κόκκινο μίνι της προηγούμενης σκηνής, ενώ στο χέρι της κρατάει μία τσάντα με τα ρούχα που θα φορέσει στη δεξίωση.

Ακριβώς επάνω στη γέφυρα βγάζει το κινητό της τηλέφωνο και τηλεφωνεί σε κάποιον που φαίνεται ότι την περιμένει.

Τατιάνα: Έλα Νίκο μου, μόλις έφτασα στην Χαλκίδα.

Ναι μωρέ, ανέβαλλα κάτι άλλες δουλειές και είπα να έρθω να σε δω για να ξεσκάσω και λίγο.

Όχι δεν έγινε τίποτα, απλά μπούχτισα στην Αθήνα με το νέφος και το τρέξιμο. Πιστεύω ότι εδώ θα ξεκουραστώ λίγο.

Τι να με φιλοξενήσεις; Μην το σκέπτεσαι καθόλου. Έκλεισα ήδη δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Ναι δεν θέλω να σε ανησυχήσω. Θα τα πούμε κατά τις εννέα στο χώρο της εκδήλωσης στην παραλία. Εντάξει, μετά πάμε όπου θέλεις.

Γεια σου, γεια.

Σκηνή 13η

Ο Πλάτωνας κυκλοφορεί στην αγορά της Χαλκίδας και ετοιμάζεται να κάνει ψώνια. Μπαίνει σε ένα φαρμακείο και βγαίνει μετά από λίγο με ένα τεράστιο κουτί προφυλακτικά.

Στην συνέχεια μπαίνει σε κατάστημα με χάλκινα είδη και όταν βγαίνει κρατάει καμιά εικοσαριά κουδούνια για τα πρόβατα.

Ακολουθεί είσοδος σε κατάστημα με γυναικεία εσώρουχα απ΄ όπου αγοράζει ένα καυτό σετ, κόκκινο με δαντέλα.

Στο επόμενο μαγαζί ο Πλάτωνας αγοράζει ένα τενεκέ λάδι τον οποίο φορτώνεται στην πλάτη του και συνεχίζει ακάθεκτος τα ψώνια του.

Τελευταίος του σταθμός ένα βιβλιοπωλείο απ όπου αγοράζει τον τσελεμεντέ.

Κουρασμένος καθώς είναι με τέτοιο φορτίο, δίνει τα πράγματα σε έναν ταξιτζή να του τα πάει στο σπίτι και κατεβαίνει στην παραλία της Χαλκίδας να πιει έναν καφέ.

Σκηνή 14η

O Πλάτωνας κάθεται στην καφετέρια και αγναντεύει τη θάλασσα όταν στο διπλανό τραπέζι εμφανίζεται μια νεαρή, παχουλή και όμορφη κοπέλα που δεν είναι άλλη από την Βιβή.

Μόλις η Βιβή παραγγέλνει τον καφέ της, χτυπάει το κινητό.

Ο Πλάτωνας που ήδη έχει τεντώσει τις κεραίες του από ενδιαφέρον για το θηλυκό, στήνει αυτί και παρακολουθεί.

Βιβή: Α εσύ είσαι; Τι θέλεις Τζώρτζη;

Μπα έχουμε δουλειά το βράδυ; Ποιος θα έρθει, ο Αλέν Ντελόν;

Άκουσε να σου πω αγαπητέ μου, έπαψα να ασχολούμαι μαζί σου. Οι επαφές μας περιορίζονται μόνο στα επαγγελματικά και σταματούν στο γραφείο.

Σιγά μην έρθω εγώ το βράδυ μαζί σου να φάω με τις πλευμέιτ και τους συνοδούς τους. Αφού δεν θα ξέρεις που να πρωτοκοιτάξεις, τις γυναίκες ή τους άντρες.

Τέρμα το άλλοθι της Βιβής. Να με ξεχάσεις. Άλλωστε είμαι στην Χαλκίδα για να παρακολουθήσω την εκδήλωση βράβευσης ενός πνευματικού ανθρώπου που καμία δεν έχει σχέση μαζί σου.

Άντε γεια.

Μόλις κλείνει το τηλέφωνο η Βιβή ο Πλάτωνας ετοιμάζεται για επίθεση γνωριμίας.

Πλάτωνας: Ποιος είναι ο πνευματικός άνθρωπος δεσποινίς;

Βιβή <κοιτάζει ξαφνιασμένη> Καλά είχατε στήσει αυτί;

Πλάτωνας: Σας παρακαλώ, εγώ δεν είμαι κουτσομπόλης. Απλά ακούω μόνο όταν πρόκειται για κάτι που με αφορά.

Βιβή: Δεν νομίζω να σας αφορά κάτι από αυτά που είπα

Πλάτωνας: Πως, με αποκαλέσατε πνευματικό άνθρωπο και είπατε πως δεν έχω καμία σχέση με τον κύριο που μιλούσατε

Βιβή< σηκώνεται όρθια και απλώνει ξαφνιασμένη το χέρι της> Α είστε ο κύριος…

Πλάτωνας: Πλάτωνας< της δίνει το χέρι>

Βιβή: Χάρηκα πολύ

Πλάτωνας: Η χαρά δική μου. Καθίστε εδώ τώρα που γνωριστήκαμε. Να μου πείτε και ποιος ήταν αυτός που παρολίγο να σας χαλάσει την διάθεση.

Βιβή: Μην τα ψάχνεται είναι μεγάλη ιστορία.

Ο Πλάτωνας με την Βιβή συζητούν ενώ ακούγεται μουσική. Η μουσική διακόπτεται από τον ήχο του κινητού της Βιβής.

Βιβή: Ναι έλα Νίκο. Τι έπαθες; Έμφραγμα; Α η γιαγιά σου έπαθε έμφραγμα και είναι στην εντατική. Καλά Νίκο μου πήγαινε. Πρόκειται για θέμα υγείας. Τι θα κάνω εγώ; Μην ανησυχείς για μένα, θα πάω και στην εκδήλωση και στην δεξίωση. Ναι γνώρισα τον κύριο Πλάτωνα και προσφέρθηκε να με συνοδέψει. Νίκο τι έπαθες; Γιατί φώναξες όχι; Μπα έκλεισε.

Πλάτωνας: Λες να πέθανε η γιαγιά του;

Βιβή: Μπορεί

Πλάτωνας: Τι λέγαμε; Α ναι για τον Τζώρτζη. Λοιπόν μην τον καταδικάζεις άδικα. Αυτοί εδώ που θέλουν να με τιμήσουν σήμερα είναι πολύ χειρότεροι.

Βιβή: Αλήθεια;

Πλάτωνας: Ο δικός σου δεν κρύβεται. Ότι κάνει βρίσκεται σε κοινή θέα. Αυτοί εδώ κάνουν τα χειρότερα, κρύβονται και νομίζουν ότι κανένας δεν τους έχει πάρει χαμπάρι.

Βιβή: Κάποιος πρέπει να τους βάλει στην θέση τους

Πλάτωνας: Μην ανησυχείς, έχω φροντίσει γι΄ αυτό σήμερα το βράδυ

Βιβή: Αλήθεια; Πολύ χαίρομαι

Πλάτωνας: Θέλεις να συνεργαστούμε;

Βιβή: Το ρωτάς; Τρελαίνομαι για τέτοια.

Πλάτωνας: Πάμε γρήγορα σπίτι μου να σου πω το σχέδιο. Πρόσεχε μόνο μην σε πάρουν χαμπάρι η ανιψιά μου και ο προκομμένος της.

Βιβή: Μην ανησυχείς τα καταφέρνω στις συνομωσίες.

Σηκώνονται και οι δύο και φεύγουν μαζί προς το κέντρο της Χαλκίδας.

Τέλος δεύτερου επεισοδείου   

Blog στο WordPress.com.